- ζανεκέως
- ζᾰνεκέως or [full] ζᾰνεκῶς, Adv., [dialect] Aeol. for διανεκῶς, cj. in Corinn.9; cf. αἰζηνεκές· διηνεκές, αἰώνιον, Hsch. [full] ζανίδες· ἡγεμονίδες, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζανεκέως — και ζανεκῶς (Α) επίρρ. αιολ. τ. τού διηνεκώς, βλ. διηνεκής … Dictionary of Greek